ἑτοιμάζομαι

ἑτοιμάζομαι
ἑτοιμάζω
get ready
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετοιμάζομαι — ετοιμάζομαι, ετοιμάστηκα, ετοιμασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… …   Dictionary of Greek

  • πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …   Dictionary of Greek

  • επιθωρήσσομαι — ἐπιθωρήσσομαι (Α) οπλίζομαι εναντίον κάποιου, ετοιμάζομαι για μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρήσσομαι (< θώραξ) «οπλίζομαι, ετοιμάζομαι για μάχη»] …   Dictionary of Greek

  • οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμάζω — ετοίμασα, ετοιμάστηκα, ετοιμασμένος 1. κάνω κάτι να είναι έτοιμο, τελειώνω, αποτελειώνω. 2. το μέσ., ετοιμάζομαι σκοπεύω, σχεδιάζω να κάνω κάτι: Ετοιμάζομαι για ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αλεστάρω — στέκομαι αλέστα, ετοιμάζομαι, προθυμοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. allestare «προετοιμάζω, διευθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”